σπονδειάζω

σπονδειάζω
ΝΜΑ [σπονδεῑος]
1. (για λέξη ή στίχο) αποτελούμαι από σπονδείους, από πόδες που έχουν το μετρικό σχήμα τού σπονδείου
2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ σπονδειάζων
(ενν. στίχος) δακτυλικός εξάμετρος στίχος ο οποίος έχει σπονδείο στον πέμπτο πόδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπονδειάζοντι — σπονδειάζω employ pres part act masc/neut dat sg σπονδειάζω employ pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπονδείαζε — σπονδειάζω employ pres imperat act 2nd sg σπονδειάζω employ imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπονδειασμός — ὁ, Α [σπονδειάζω] 1. η χρησιμοποίηση τού σπονδείου 2. ύψωση τής φωνής κατά το διάστημα τριών τετάρτων τού τόνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”