- σπονδειάζω
- ΝΜΑ [σπονδεῑος]1. (για λέξη ή στίχο) αποτελούμαι από σπονδείους, από πόδες που έχουν το μετρικό σχήμα τού σπονδείου2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ σπονδειάζων(ενν. στίχος) δακτυλικός εξάμετρος στίχος ο οποίος έχει σπονδείο στον πέμπτο πόδα.
Dictionary of Greek. 2013.